σπειρύλλιο

σπειρύλλιο
το, Ν
ζωολ.
1. γένος σπειροειδών βακτηρίων τής οικογένειας σπειρυλλακίδες
2. (γενικά) κάθε μικροβιακό είδος που σχηματίζει έλικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spirillum < λατ. spira < σπείρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σοντόκου — το, Ν άκλ. ιατρ. λοιμώδες νόσημα, συχνό στην Κίνα και στην Ιαπωνία, το οποίο μεταδίδεται με το δήγμα τρωκτικών και οφείλεται στο βακτηρίδιο Spirillum minus, το μόνο παθογόνο για τον άνθρωπο σπειρύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sodoku < ιαπ. sodoku… …   Dictionary of Greek

  • σπειρύλλωση — και σπειρυλλίαση, η, Ν (ιατρ. κτην.) όρος που χρησιμοποιείται για την ονομασία γενικά τών νοσημάτων που οφείλονται στα σπειρύλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spirillose < spirillum (βλ. σπειρύλλιο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”